- κατακτήσαιτο
- κατακτάομαιget for oneselfaor opt mp 3rd sg (attic ionic)κατακτάομαιget for oneselfaor opt mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακτήσαιτ' — κατακτήσαιτο , κατακτάομαι get for oneself aor opt mp 3rd sg (attic ionic) κατακτήσαιτο , κατακτάομαι get for oneself aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαντής — λυμαντής, ὁ (Α) [λυμαίνω] ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.) … Dictionary of Greek